εξαερώνω

εξαερώνω
εξαερώνω, εξαέρωσα βλ. πίν. 3
——————
Σημειώσεις:
εξαερίζωεξαερώνω : η έννοια των δύο ρημάτων είναι διαφορετική εξαερίζω ανανεώνω τον αέρα (δωματίου κτλ.) – εξαερώνω μεταβάλλω σε αέρα ή αέριο, ή αφαιρώ τον αέρα (από σωλήνα κτλ.).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαερώνω — (AM ἐξαερῶ, Α ιων. τ. ἐξηερῶ) [αερώ] μετατρέπω σε αέρα ή αέριο, εξατμίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαερώνω — εξαέρωσα, εξαερώθηκα, εξαερωμένος, μτβ., μεταβάλλω σε αέρα ή σε αέριο, εξατμίζω, αεροποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαερίζω — εξαερίζω, εξαέρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εξαερίζω – εξαερώνω : η έννοια των δύο ρημάτων είναι διαφορετική εξαερίζω → ανανεώνω τον αέρα (δωματίου κτλ.) – εξαερώνω μεταβάλλω σε αέρα ή αέριο, ή αφαιρώ τον αέρα (από σωλήνα κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… …   Dictionary of Greek

  • εκπνευματώ — ἐκπνευματῶ ( όω) (Α) 1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω 2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο 3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω 4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.) 5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος 6. (μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… …   Dictionary of Greek

  • εξαεριωτής — και εξαερωτής, ο όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης,… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτικός — ή, ό [εξαερώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαέρωση 2. ο χρήσιμος στην εξαέρωση …   Dictionary of Greek

  • εξαερώσιμο — η, ο αυτός που μπορεί να μετατραπεί σε αέρα ή αέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • πνευματοποιώ — έω, Α 1. [πνευματοποιός] 1. μετατρέπω σε πνεύμα, σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω («πνευματοποιεῑν τὰ πεπηγότα», Αριστοτ.) 2. προκαλώ φύσα, προξενώ φούσκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”